ἄρσενα

ἄρσενα
ἄρσην
NT
neut nom/voc/acc pl
ἄρσην
NT
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τἄρσενα — ἄρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg ἔρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (ionic) ἔρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσεν' — ἄρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg ἄρσενι , ἄρσην NT dat sg ἄρσενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VERVEX — apud Iuvenalem, Sat. 3. v. 294. Su or, et elixi vervecis labra comedit: ab ariete differt, ut cantherius ab equo, caper ab hirco. Est enim mas inter oves, cui testiculi adempti, sen inversi sunt, unde et nomen. Galli, Italique a monte, montonem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”